Η άρθρωση του ώμου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό, την ωμοπλάτη και την κλείδα. Η κίνηση του βραχιονίου γίνεται από μία ομάδα μυών που αποτελούν το μυοτενόντιο πέταλο.
Μεταξύ του πετάλου και του ακρωμίου (κομμάτι της ωμοπλάτης και οροφή της άρθρωσης) βρίσκεται ένας σάκος, ο υπακρωμιακός ορογόνος θύλακος(bursa), ο οποίος βοηθά στην ολίσθηση και κίνηση του μυοτενοντίου πετάλου.
To Σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής είναι στην ουσία το πρώτο στάδιο της πάθησης του μυοτενοντίου πετάλου που δύναται να εξελιχθεί σε τενοντοπάθεια , μερική ή και πλήρη ρήξη.
Συνήθως παρατηρείται με ακρώμιο τύπου ΙΙΙ κατά Bigliani, σε ρίκνωση του οπίσθιου θυλάκου της άρθρωσης και σε δυσκινησία της ωμοπλάτης.
Ο πόνος ξεκινά αιφνίδια στην περιοχή του ώμου με αντανάκλαση άλλοτε προς τον αγκώνα ,συχνά μετά από καταπόνηση των άνω άκρων. Χαρακτηριστική είναι και η βραδινή παρουσία του πόνου. Η διάγνωση γίνεται κυρίως με τον κλινικό έλεγχο, με τα σημεία προσκρούσεως (Neer, Hawkins). Ο απεικονιστικός έλεγχος επιβεβαιώνει τη διάγνωση. Η θεραπεία ξεκινά συντηρητικά με φάρμακα, τροποποίηση των δραστηριοτήτων, φυσικοθεραπεία και εγχύσεις κορτικοστεροειδών. Ακολουθεί πρόγραμμα ενδυνάμωσης ώστε να μειωθούν οι πιθανότητες υποτροπής. Αν η συντηρητική αγωγή αποτύχει, άριστα ποσοστά επιτυχίας χαρίζει η αρθροσκοπική αποσυμπίεση του πετάλου.