Ο ώμος είναι η περιοχή του σώματος που αποτελείται από τρία οστά, το βραχιόνιο, την ωμοπλάτη και την κλείδα. Αυτά συνδέονται μεταξύ τους με συνδέσμους και τένοντες, σχηματίζοντας τη γληνοβραχιόνια άρθρωση και την ακρωμιοκλειδική. Οταν μιλάμε για αστάθεια του ώμου αναφερόμαστε στη γληνοβραχιόνια άρθρωση, μεταξύ κεφαλής του βραχιονίου και ωμογλήνης της ωμοπλάτης.
Πρόκειται για την άρθρωση με το μεγαλύτερο εύρος κίνησης στο ανθρώπινο σώμα. Η σταθερότητα της γληνοβραχιονίου αρθρώσεως εξαρτάται από δύο ομάδες σταθεροποιητών, τους δυναμικούς και τους παθητικούς. Δυναμικοί είναι οι μύες του στροφικού πετάλου και οι σταθεροποιητές μύες της ωμοπλάτης, ενώ παθητικοί είναι η αρνητική ενδαρθρική πίεση, ο επιχείλιος χόνδρος (ο οποίος προσφύεται γύρω από την ωμογλήνη βαθαίνοντας ελαφρώς την επιφάνειά της), οι σύνδεσμοι, ο θύλακος της άρθρωσης και η συνάφεια (ταίριασμα) των απέναντι αρθρικών επιφανειών.
Αστάθεια του ώμου είναι η τάση της κεφαλής του βραχιονίου να “φεύγει” από την ωμογλήνη με τη συνοδεία συμπτωμάτων. Υπάρχουν διάφοροι βαθμοί αστάθειας που κυμαίνονται από μικρή-παθολογική μετακίνηση της κεφαλής μέχρι έξοδο πέρα από την ωμογλήνη και κλείδωμα σ’ αυτή τη θέση.Αυτό είναι και ευρύτερα γνωστό ως εξάρθρημα του ώμου. Η κατεύθυνση της αστάθειας επίσης ποικίλει, με την πρόσθια να είναι η πλέον συνήθης και την οπίσθια και πολυκατευθυντική πιο σπάνιες. Τέλος, η αστάθεια ταξινομείται και ανάλογα με την ύπαρξη ή όχι τραυματικού επεισοδίου.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε πως η αστάθεια δε συμπεριλαμβάνει τις περιπτώσεις εκούσιου ατραυματικού και ανώδυνου εξαρθρήματος, δηλαδή το εξάρθρημα που δύνανται να κάνουν ορισμένα άτομα κατά βούληση στον ώμο τους.
Η θεραπεία της αστάθειας εξαρτάται και καθορίζεται από όλους αυτούς τους παραπάνω παράγοντες που συμβάλλουν στην ταξινόμησή της.