Ο βλαισός μέγας δάκτυλος ή “κότσι” όπως είναι ευρέως γνωστό είναι παραμόρφωση της πρώτης ακτίνας του άκρου ποδός. Η πρώτη ακτίνα αποτελείται από το πρώτο μετατάρσιο και τα οστά του μεγάλου δακτύλου.
Η παραμόρφωση χαρακτηρίζεται από απόκλιση του πρώτου μεταταρσίου προς τα έσω και του μεγάλου δακτύλου προς τα έξω.
Παρατηρείται τόσο σε ενήλικες όσο και σε παιδιά ή εφήβους. Οι γυναίκες αντιμετωπίζουν το πρόβλημα πιο συχνά από τους άνδρες. Στην πλειοψηφία τους μάλιστα υπάρχει θετικό οικογενειακό ιστορικό. Η γενετική προδιάθεση δεν είναι όμως η μόνη αιτία. Η συχνή χρήση στενών και ψηλοτάκουνων υποδημάτων είναι επιβλαβής και για το λόγο αυτό η πάθηση σπάνια παρατηρείται σε πληθυσμούς που δε φορούν υποδήματα.
Ο βλαισός μέγας δάκτυλος είναι μια πάθηση που εξελίσσεται και επιδεινώνεται συνεχώς. Στην αρχή μπορεί να εκδηλώνεται με ευαισθησία στην έσω πλευρά της βάσης του μεγάλου δακτύλου (πρόκειται για θυλακίτιδα) και αδυναμία εφαρμογής υποδήματος, ιδιαίτερα στενού. Αργότερα η παραμόρφωση μεγαλώνει, οπότε δύναται να υπάρχει πίεση των γειτονικών δερματικών νεύρων και υπαισθησία στην έσω πλευρά του δακτύλου, καθώς και μεταφερόμενη μεταταρσαλγία (πόνος κάτω από τις κεφαλές των μεταταρσίων των υπολοίπων δακτύλων), λόγω διαταραχής της γεωμετρίας της ποδικής καμάρας. Το δεύτερο δάκτυλο παραμορφώνεται και αυτό παρουσιάζοντας γαμψοδακτυλία ή εφίππευση πάνω από το μεγάλο δάκτυλο.
Απαραίτητος είναι ο ακτινολογικός έλεγχος της πάθησης. Η μέτρηση της παραμόρφωσης είναι σημαντική, καθώς καθορίζει το στάδιο και τη θεραπεία της νόσου. Παρακάτω βλέπουμε τις συνηθέστερες μετρήσεις
Η θεραπεία σε πρώιμα στάδια είναι συντηρητική και περιλαμβάνει εφαρμογή φαρδιών υποδημάτων χωρίς τακούνι, διαχωριστικά προθέματα δακτύλων, καλύμματα σιλικόνης για το δέρμα που τρίβεται και ορθωτικά ποδικής καμάρας.
Η σημαντικότερη ένδειξη για χειρουργική θεραπεία είναι η παρουσία πόνου που δεν υποχωρεί με τα παραπάνω μέσα. Η επέμβαση αποσκοπεί στη διόρθωση της παραμόρφωσης με οστεοτομίες και τοποθέτηση υλικών οστεοσύνθεσης, τα οποία δε χρειάζεται να αφαιρεθούν. Οι κοσμητικοί λόγοι δεν αποτελούν ένδειξη για χειρουργείο.
Υπάρχουν δεκάδες είδη οστεοτομίας που εφαρμόζονται παγκοσμίως. Η επιλογή της ενδεδειγμένης μεθόδου εξαρτάται από τη βαρύτητα και τα λοιπά στοιχεία της παραμόρφωσης (όπως για παράδειγμα τη συνύπαρξη μεταταρσαλγίας στα μικρότερα δάκτυλα) και είναι σημαντική γιατί καθορίζει την αποτελεσματικότητα αλλά και μειώνει τα ποσοστά υποτροπής.
Σε ήπιες παραμορφώσεις εφαρμόζεται η περιφερική οστεοτομία τύπου chevron.
Ενώ σε πιο σοβαρές προτιμάται η οστεοτομία τύπου scarf.
Η επέμβαση γίνεται με γενική ή ραχιαία αναισθησία. Με την προσθήκη περιοχικής αναισθησίας ο μετεγχειρητικός πόνος είναι ελάχιστος. Ο ασθενής μένει στο νοσοκομείο για ένα βράδυ.
Η βάδιση μπορεί να ξεκινήσει άμεσα, αλλά προτιμάται η αποφυγή φόρτισης για τις πρώτες ημέρες και η διατήρηση του ποδιού ψηλά, ώστε να μειωθεί το μετεγχειρητικό πρήξιμο. Η βάδιση γίνεται με μερική φόρτιση σε ειδικό υπόδημα (ανοικτό μπροστά), ρίχνοντας το βάρος στην πτέρνα και χρησιμοποιώντας βακτηρία μασχάλης για 2 εβδομάδες. Σταδιακά αυξάνεται το βάρος φόρτισης.
Σε νεανικές ή εφηβικές περιπτώσεις συνιστάται αναμονή και συντηρητική αντιμετώπιση μέχρι την ολοκλήρωση της σκελετικής ωρίμανσης.